- ξεθεμελιώνω
- ξεθεμελίωσα, ξεθεμελιώθηκα, ξεθεμελιωμένος1. καταστρέφω από τα θεμέλια, γκρεμίζω.2. μτφ., αφανίζω, καταστρέφω ολότελα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεθεμελιώνω — ξεθεμελιώνω, ξεθεμελίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεθεμελιώνω — (Μ ξεθεμελιώνω) καταστρέφω κάτι από τα θεμέλια του, γκρεμίζω, κατεδαφίζω νεοελλ. μτφ. αφανίζω από το πρόσωπο τής γης, επιφέρω ολοκληρωτική καταστροφή … Dictionary of Greek
αποθεμελιώνω — (Μ ἀποθεμελιῶ, όω) ξεθεμελιώνω, καταστρέφω απ τα θεμέλια … Dictionary of Greek
κατασκάπτω — (AM κατασκάπτω) 1.σκάβω βαθιά («κατασκάψαντα ἐπὶ θάτερα τῆς ἀμπέλου περικαθᾱραι πάσας τὰς ῥίζας», Θεόφρ.) 2. γκρεμίζω, ξεθεμελιώνω, ρημάζω από τα θεμέλια («κατασκάψω δόμους καινῶν τυράννων», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεθεμέλιωμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεθεμελιώνω, γκρέμισμα από τα θεμέλια, κατεδάφιση 2. αφανισμός … Dictionary of Greek
ξεθεμελιωτής — ο [ξεθεμελιώνω] 1. αυτός που γκρεμίζει κάτι από τα θεμέλια, που ξεθεμελιώνει 2. μτφ. αυτός που επιφέρει ολοκληρωτική καταστροφή, που αφανίζει, καταστροφέας … Dictionary of Greek